προαποκρίνομαι

προαποκρίνομαι
Α
1. απαντώ εκ τών προτέρων, αποκρίνομαι προηγουμένως
2. εκκρίνομαι εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”